- τρίπλεξ
- το, Νάκλ. (μεταλλ.) μέθοδος κατεργασίας τού χάλυβα, κατά την οποία δημιουργούνται τρία στρώματα: το εσωτερικό, που αποτελείται από μαλακό χάλυβα και διατηρεί την ελαστικότητα τού τεμαχίου, και τα δύο εξωτερικά στρώματα, που σχηματίζονται στις επιφάνειες2. φρ. «τρίπλεξ ύαλος»χημ. ύαλος ασφαλείας με ένα φύλλο οξικής κυτταρίνης, τοποθετημένο ανάμεσα σε δύο φύλλα από γυαλί.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. triplex (πρβλ. και τρίπλαξ)].
Dictionary of Greek. 2013.